Εισαγωγή
Ο νοσηλευτής, υπό διάφορες ονομασίες (νοσοκόμος κ.λπ.), αναφέρεται σε πλήθος κειμένων, ποιητικών και πεζών. Κείμενα αναφερόμενα σε περιπέτειες του εθνικού μας βίου αναφέρονται όχι μόνο σε νόσους, νοσοκομεία και ιατρούς αλλά και στους νοσοκόμους αμφοτέρων των φύλων.
Είναι γεγονός ότι στο πλούσιο έργο του ο Ιπποκράτης (460-377 π.Χ.) δεν αναφέρεται ειδικότερα σε νοσηλευτές. Είναι όμως πιθανό ότι άνδρες και γυναίκες συνέβαλαν στη νοσηλεία των ασθενών. Αναφορά στους νοσηλευτές θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει στο «Περί Εὐσχημοσύνης» έργο του Ιπποκράτη. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 17 αναφέρεται: «Τῶν δέ μανθανόντων ἒστω τις ὁ ἐφεστώς, ὅπως τοῖσι παραγγέλμασιν οὐ πικρῶς χρήσηται», δηλαδή «Να μένει ένας από τους εκπαιδευόμενους [για να παρακολουθεί] ότι δεν θα εφαρμόσει [ο ασθενής] λανθασμένα τις οδηγίες»1.
Στο σύνολο των έργων της ιπποκρατικής συλλογής βρίσκεται ο πυρήνας όλων των κλάδων της ιατρικής που αποτελούν σήμερα το αντικείμενο ειδικοτήτων. Επιπλέον υπάρχουν οι αρχές πολλών άλλων επαγγελμάτων υγείας, όπως π.χ. της φαρμακευτικής, διαιτητικής, φυσιοθεραπείας και νοσηλευτικής. Και αυτό είναι φυσικό, καθώς την εποχή εκείνη δεν είχαν ακόμα διαχωρισθεί οι διάφοροι υγειονομικοί κλάδοι, αλλά, ανάμικτοι, συγκροτούσαν το σύνολο των γνώσεων που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ανθρώπων της εποχής.
Ο Πλάτωνας μελετώντας από τη φιλοσοφική τους πλευρά διάφορα βιοϊατρικά θέματα, χωρίζει την ιατρική σε τέσσερις κλάδους: τη Φαρμακευτική, τη Χειρουργική, τη Βοηθητική και τη Νοσογνωμική. Προφανώς η Βοηθητική του Πλάτωνα αντιστοιχεί στη Νοσηλευτική, καθώς η τελευταία ορίζεται ως η φροντίδα, βοήθεια, υποστήριξη και υπηρεσία προς τον άνθρωπο που πάσχει2.
Ιστορικά στοιχεία: Η εξέλιξη του νοσηλευτικού επαγγέλματος ανά τους αιώνες.
Από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, το Βυζάντιο, μέχρι και τους νεότερους χρόνους οι νοσηλευτές και οι νοσηλεύτριες επετέλεσαν τον προορισμό τους με προθυμία, συνέπεια και αίσθημα ευθύνης. Και όχι μόνο εκείνοι που επαγγελματικά άσκησαν τη νοσηλευτική. Ένα πλήθος εθελοντών κάλυψε τις έκτακτες ανάγκες σε καιρούς πολέμου και ειρήνης. Κατά τη διάρκεια του Α΄ και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι τραυματίες αντιμετωπίζονταν από στρατιώτες νοσοκόμους επί τόπου ή μεταφέρονταν από τους επίσης στρατιώτες τραυματιοφορείς σε έκτακτους υγειονομικούς σχηματισμούς. Σοβαρότερες περιπτώσεις διακομίζονταν σε έκτακτα ή μόνιμα στρατιωτικά και πολιτικά νοσοκομεία, όπου, πλην των ιατρών, υπηρετούσαν και νοσοκόμοι αμφοτέρων των φύλων3.
H πρώτη νοσηλεύτρια που έθεσε τις βάσεις της επιστημονικής νοσηλευτικής και κατέστησε το νοσηλευτικό έργο λειτούργημα είναι η Florence Nightingale (1820-1910), η οποία ίδρυσε τη Σχολή Αδελφών Νοσοκόμων Nightingale στο νοσοκομείο Άγιος Θωμάς στο Λονδίνο. Το έτος 1907 της απενεμήθη τοΠαράσημο Αξίας, ενώ η ημέρα της γεννήσεώς της (12η Μαΐου ) έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα του Νοσηλευτή.
Ο εικοστός αιώνας έχει αναδείξει σημαντικές προσωπικότητες του νοσηλευτικού χώρου. Διεθνώς μία τέτοια μορφή είναι και η γνωστή ως «Μητέρα Τερέζα». Η ανωτέρω για πολλά χρόνια πρόσφερε τις υπηρεσίες της στην Καλκούτα ως δασκάλα και στη συνέχεια έγινε νοσηλεύτρια4. Γνωστή και έξω από τις ΗΠΑ έγινε περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η νοσηλεύτρια Barbara Fassbinder, η οποία, εργαζομένη σε μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου Γουίσκονσιν, μολύνθηκε από τον ιό του Aids, από τον οποίο και πέθανε το έτος 19945.
Ο Κώδικας Νοσηλευτικής Δεοντολογίας (Π.Δ. 216/2001) – Γενικά
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι στο χώρο της παροχής υπηρεσιών υγείας σημαντική θέση κατέχουν οι ασκούντες το νοσηλευτικό επάγγελμα. Πλην όμως η ρύθμιση των σχετικών με τη δεοντολογία του ως άνω επαγγέλματος θεμάτων ρυθμίσθηκε για πρώτη φορά με το Π.Δ. 216/20016. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόβλεψη και η εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση των σχετικών θεμάτων ήδη ανάγεται στο έτος 1992 (Ν. 2071/1992). Χρειάσθηκαν δηλαδή περίπου δέκα έτη από την χορήγηση της σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης για να υπάρξει στην χώρα μας Κώδικας Νοσηλευτικής Δεοντολογίας. Κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 114 Ν. 2071/92: «Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά γνώμη του ΚΕΣΥ, συντάσσεται και εκδίδεται κώδικας νοσηλευτικής δεοντολογίας και κώδικας δεοντολογίας επισκεπτών υγείας.
Οι κανόνες που πρέπει να διέπουν το νοσηλευτικό λειτούργημα και αυτό των επισκεπτών υγείας, οι σχέσεις μεταξύ των νοσηλευτών, των επισκεπτών υγείας, οι σχέσεις με τους ασθενείς, ιατρούς και λοιπό προσωπικό που συνεργάζεται η νοσηλευτική υπηρεσία ,καθώς και οι επισκέπτες υγείας, καθορίζονται με τον κώδικα νοσηλευτικής δεοντολογίας και τον κώδικα δεοντολογίας των επισκεπτών υγείας». Σχετικά με τις συνέπειες σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του Κώδικα Νοσηλευτής Δεοντολογίας, δηλαδή τι θα συμβεί σε περίπτωση που ο νοσηλευτής δεν ενεργήσει σύμφωνα με τον υποδεικνυόμενο από τις διατάξεις του Κώδικα τρόπο, ο Ν. 3252/20047 ανάγει την παράβαση των καθηκόντων και υποχρεώσεων που προβλέπονται στον Κώδικα σε πειθαρχικά παραπτώματα και προβλέπει την επιβολή, σε περίπτωση διαπίστωσής τους, πειθαρχικών ποινών. Βέβαια δεν αποκλείεται οι συγκεκριμένες διατάξεις να αποτελέσουν βάση για τη στήριξη της παράβασης του καθήκοντος επιμελείας του νοσηλευτή και έτσι να στοιχειοθετηθεί και ποινική ευθύνη σε συνδυασμό με διατάξεις του Π.Κ.
Στα κεφάλαια που ακολουθούν θα ασχοληθούμε με τις υποχρεώσεις του νοσηλευτή και κυρίως με εκείνες που άπτονται της ποινικής του ευθύνης.
Υποχρεώσεις του νοσηλευτή έναντι του ασθενούς κατά τον Κώδικα Νοσηλευτικής Δεοντολογίας.
Το Π.Δ. 216/2001 γενικά μπορούμε να πούμε ότι καθορίζει τις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα των νοσηλευτών, τις σχέσεις αυτών με τους ασθενείς, τους ιατρούς, τους συναδέλφους τους και το παραϊατρικό προσωπικό. Εν προκειμένω θα ασχοληθούμε με τις υποχρεώσεις του νοσηλευτή, από την παραβίαση των οποίων είναι δυνατόν να προκύψει ποινική του ευθύνη.
Κατά την διάταξη του άρθρου 2 Π.Δ. 216/2001 πρωταρχική μέριμνα του νοσηλευτή κατά την παροχή των υπηρεσιών του είναι η κάλυψη των αναγκών του ανθρώπου ως βιοψυχοκοινωνικής και πνευματικής οντότητας. Με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του ασθενούς, στα πλαίσια της πρόληψης, διάγνωσης, θεραπείας, αποκατάστασης και ανακούφισης από τον πόνο, οφείλει ο νοσηλευτής να χρησιμοποιεί το σύνολο των επιστημονικών και επαγγελματικών του γνώσεων και δεξιοτήτων και την εμπειρία του, διατηρώντας σε κάθε περίπτωση την επιστημονική και επαγγελματική του ανεξαρτησία. Η διάταξη αυτή καθορίζει και τονίζει το αποκλειστικό κριτήριο βάσει του οποίου ενεργεί ο νοσηλευτής, που δεν είναι άλλο από το συμφέρον του ασθενούς, και επιτάσσει όπως όλες οι γνώσεις και οι κτηθείσες δεξιότητες από τον νοσηλευτή χρησιμοποιούνται προς τον σκοπό της εξυπηρέτησης του συμφέροντος του ασθενούς. Εξάλλου η ως άνω διάταξη προσδιορίζει και συνοψίζει την όλη δράση του νοσηλευτή, καθώς και το πεδίο που αυτός κινείται και εκτείνεται από την πρόληψη μέχρι τη διάγνωση, τη θεραπεία, την αποκατάσταση και την ανακούφιση από τον πόνο.
Ο νοσηλευτής οφείλει απεριόριστο σεβασμό στην αξία της ανθρώπινης ζωής, λαμβάνει κάθε μέτρο για τη διάσωση ή τη διατήρησή της και απέχει από κάθε ενέργεια που είναι δυνατό να τη θέσει σε κίνδυνο (άρθ. 7). Ιδιαίτερο καθήκον του νοσηλευτή αποτελεί η φροντίδα του ασθενούς, με τη δημιουργία του κατάλληλου θεραπευτικού περιβάλλοντος, ώστε ο ασθενής να απολαμβάνει τη μέγιστη δυνατή σωματική, ψυχική και πνευματική υγεία (άρθρο 3).
Ο νοσηλευτής οφείλει να προσφέρει ισότιμα προς όλους τους ασθενείς την ίδια φροντίδα, επιμέλεια και αφοσίωση, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές, ιδεολογικές ή άλλες πεποιθήσεις τους, την κοινωνική και την οικονομική τους κατάσταση ή την βαρύτητα της νόσου (άρθ. 6).
Ο ανωτέρω οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του ασθενούς, στα πλαίσια και όρια των καθηκόντων του, σύμφωνα με τα δεδομένα της νοσηλευτικής επιστήμης και τις διατάξεις που αφορούν την άσκηση του επαγγέλματος, αποφεύγοντας οποιαδήποτε μη ενδεδειγμένη ή πειραματική διαγνωστική ή θεραπευτική μέθοδο (άρθ.8 εδ.α). Η ως άνω διάταξη μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη θεμελίωση του με παράλειψη (άρθ. 15 Π.Κ.) τελουμένου εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ή σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο από τον νοσηλευτή (άρθ. 28, 302, 314 Π.Κ.), σε περίπτωση που αυτός παρέχει τη νοσηλευτική του φροντίδα κατά παράβαση των δεδομένων της νοσηλευτικής επιστήμης και από αυτό επέλθει βλαπτικό αποτέλεσμα στον ασθενή στον οποίον αυτός παρέχει τις υπηρεσίες του. Περαιτέρω ο νοσηλευτής οφείλει να παρέχει τη συνδρομή του στον ασθενή με κάθε θεμιτό μέσο και να τον προστατεύει από οποιαδήποτε βλάβη ή κίνδυνο στο χώρο παροχής των υπηρεσιών του, δημιουργώντας ένα ασφαλές περιβάλλον (άρθ. 9 εδ. α). Είναι προφανές ότι και η προμνησθείσα διάταξη μπορεί να αποτελέσει το νομικό θεμέλιο για τη στοιχειοθέτηση του με παράλειψη τελουμένου εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ή της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο (άρθ. 15, 28, 302, 314 Π.Κ.) από τον νοσηλευτή στις περιπτώσεις που αυτός παραβεί τη σχετική ως άνω επιταγή και επέλθει βλαπτικό αποτέλεσμα στον ασθενή. Τέλος στον Κώδικα Νοσηλευτικής Δεοντολογίας γίνεται για μία ακόμη φορά αναφορά στο συμφέρον του ασθενούς, ως κριτηρίου του τρόπου παροχής των υπηρεσιών του νοσηλευτή, και συγκεκριμένα στο άρθρο 12 εδ.α, στο οποίο αναφέρεται ότι ο νοσηλευτής οφείλει να διατηρεί άριστες σχέσεις με τους συναδέλφους του νοσηλευτές, τους ιατρούς και το λοιπό προσωπικό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του παραμερίζοντας κάθε διαφορά με γνώμονα το συμφέρον του ασθενούς και την εύρυθμη λειτουργία του φορέα παροχής υπηρεσιών8. Είναι προφανές ότι κατά τον Κώδικα Νοσηλευτής Δεοντολογίας δεν χωρεί εγωισμός κατά την παροχή των νοσηλευτικών υπηρεσιών.
Υποχρέωση διαφύλαξης των ατομικών δικαιωμάτων του ασθενούς και αυτονομία τούτου κατά τον Κώδικα Νοσηλευτικής Δεοντολογίας.
Ειδική αναφορά γίνεται στον Κώδικα Νοσηλευτικής Δεοντολογίας στην υποχρέωση του νοσηλευτή να διαφυλάττει τα ατομικά δικαιώματα του ασθενούς και να αποτρέπει με κάθε δυνατό μέσο οποιαδήποτε μορφή παραβίασής τους (άρθ. 9 εδ. β). Οφείλει περαιτέρω απεριόριστο σεβασμό στην ιδιωτική ζωή του ασθενούς (άρθ. 11). Το σημαντικότερο όμως όλων, από πλευράς πρακτικής σημασίας στην καθημερινή πρακτική άσκησης του νοσηλευτικού επαγγέλματος, είναι ότι ο νοσηλευτής οφείλει, σεβόμενος την προσωπικότητα του ασθενούς, να παρέχει τη συνδρομή του για την ορθή ενημέρωση του ασθενούς αναφορικά με την πρόγνωση, τη διάγνωση, τη θεραπεία, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα οφέλη, πριν από τη διενέργεια κάθε νοσηλευτικής ή ιατρικής πράξης (άρθ. 10). Είναι προφανές και πέραν πάσης αμφισβήτησης ότι η εν λόγω διάταξη δεν δίδει την πρωτοβουλία ενημέρωσης του ασθενούς στον νοσηλευτή, αλλά όμως επιτάσσει τη συνεργασία του νοσηλευτή με τους ιατρούς, οι οποίοι και έχουν την πρωτοβουλία ενημέρωσης του ασθενούς9, ούτως ώστε να επιτευχθεί η πλήρης ενημέρωση του τελευταίου.
Η αντιμετώπιση της ποινικής ευθύνης του νοσηλευτή από την νομολογία
Οι διατάξεις του Κώδικα Νοσηλευτικής Δεοντολογίας συμπληρώνουν το νομικό πλαίσιο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του νοσηλευτή, όπως αυτά ισχύουν ανάλογα με την ειδικότητα της νοσηλευτικής. Έτσι π.χ. προκειμένου περί νοσηλευτών ψυχικής υγείας βασική είναι η διάταξη του άρθρου 1§1 Ν.Δ.104/1973, κατά την οποία «Ψυχιατρικά Καταστήματα ή θεραπευτήρια ψυχικών νόσων και παθήσεων νοούνται κατά το παρόν κρατικά ιδρύματα ή ιδρύματα ιδιωτικού δικαίου ή ιδιωτικαί κλινικαί ων σκοπός είναι η πρόληψις, η διάγνωσις, η θεραπεία, η επίβλεψις, ή η ανάρρωσις των ψυχικώς νοσούντων ή πασχόντων». Την εφαρμογή της ως άνω διάταξης επί των νοσηλευτών δέχθηκε ο Α.Π. με την με αριθ. 120/2009 απόφαση. Συγκεκριμένα με την ως άνω απόφαση κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η καταδίκη για ανθρωποκτονία από αμέλεια νοσηλευτριών του Γηροψυχιατρικού Τμήματος του Δρομοκαϊτείου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, που εκτελούσαν χρέη εφημερεύοντος νοσηλευτικού προσωπικού από τις απογευματινές ώρες της 17ης Ιουνίου του έτους 2001 έως τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Ιουνίου 2001, οι οποίες παρέλειψαν να προβούν στην ενδεδειγμένη επιτήρηση ασθενούς 71 ετών, η οποία είχε εισαχθεί στο ανωτέρω νοσοκομείο πάσχουσα από διπολική συναισθηματική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη), παρακολουθώντας αυτήν για το ενδεχόμενο απομακρύνσεώς της από το νοσοκομείο, παρά το γεγονός ότι τους είχε επισημανθεί από τους οικείους της ότι τις τελευταίες ημέρες είχε εμφανίσει έντονες τάσεις φυγής, των οποίων άλλωστε είχαν και οι ίδιες ιδία αντίληψη, διότι τις προηγούμενες ώρες της αυτής ημέρας η ασθενής είχε διαφύγει και είχε βρεθεί μετά από αναζήτηση, με αποτέλεσμα η ως άνω ασθενής να εξέλθει αρχικά από τον θάλαμό της και στην συνέχεια από το νοσοκομείο και να περιπλανηθεί στον αύλειο χώρο του νοσοκομείου, συνολικής έκτασης 330 στρεμμάτων, και για τον λόγο αυτόν να αποβιώσει από αίτια που δεν μπόρεσαν να διακριβωθούν διότι το πτώμα της βρέθηκε μετά από 33 ημέρες σε κατάσταση προχωρημένης σήψης, όμως σε κάθε περίπτωση γιατί περιπλανήθηκε μόνη και αβοήθητη αν και έχρηζε άμεσης ιατρικής περίθαλψης και φροντίδας λόγω της βεβαρημένης κατάστασης της υγείας της. Ο Α.Π δέχθηκε ότι οι ως άνω νοσηλεύτριες είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του θανάτου της προαναφερθείσης ασθενούς, απορρέουσα (νομική υποχρέωση) από την ιδιότητά τους ως νοσηλευτριών του ανωτέρω τμήματος, ενόψει και των διατάξεων του άρθρου 1 Ν.Δ. 104/1973, οι οποίες εντάσσουν στους σκοπούς των ψυχιατρικών καταστημάτων και την ασφαλή επίβλεψη των ασθενών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει10 και η ΑΠ 1653/200911, η οποία αφορούσε εγκατάλειψη εντός της περικαρδιακής κοιλότητας ασθενούς χειρουργικής βελόνης χρησιμοποιηθείσης κατά την διάρκεια χειρουργικής επέμβασης. Εν προκειμένω η κατηγορία αφορούσε τόσο τον διενεργήσαντα την επέμβαση χειρουργό θώρακος – καρδίας, ο οποίος λόγω έλλειψης της ιδιαίτερης επιμέλειας και προσοχής, που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν αφαίρεσε την βελόνα από την καρδιακή κοιλότητα του παθόντος μετά την χορήγηση με αυτήν αδρεναλίνης και την εξαέρωση της αορτής, όσο και τη νοσηλεύτρια – προϊσταμένη του χειρουργείου, που είχε παραδώσει κατά την επέμβαση την βελόνα στον ανωτέρω ιατρό, η οποία, ενώ όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, δεν προέβη σε καταμέτρηση των εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της επέμβασης, όπως όφειλε ως εκ της συγκεκριμένης ιδιότητάς της, βάσει της οποίας η ανωτέρω είχε την ευθύνη της εγχείρισης στον ιατρό και της καταμέτρησης των ιατρικών εργαλείων, και έτσι δεν διαπίστωσε την έλλειψη της ως άνω βελόνης και δεν ενημέρωσε σχετικά τον ως άνω χειρουργό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ευθύνη της νοσηλεύτριας στηρίχθηκε στην ιδιότητά της και στα ειδικότερα καθήκοντά της ως νοσηλεύτριας χειρουργικής. Στα καθήκοντα της ανωτέρω εμπίπτει η μέτρηση των χειρουργικών εργαλείων, γαζών κ.λπ. μετά την σύγκλιση του χειρουργικού τραύματος, ούτως ώστε να υπάρχει βεβαιότητα ότι δεν εγκαταλείφθηκε κάποιο από αυτά στο σώμα του ασθενούς. Αξίζει να αναφερθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει και το δικαστήριο πράγματι δέχθηκε συντρέχουσα αμέλεια του ιατρού και της νοσηλεύτριας για τον επελθόν στον ασθενή αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης (ενόψει των ενοχλήσεων από την εγκαταλειφθείσα βελόνη, αλλά και του σοκ που υπέστη ο ασθενής μόλις του έγινε γνωστή η παράλειψη αυτή), καθόσον η αμελής συμπεριφορά καθενός από αυτούς είχε ως αποτέλεσμα της σωματική βλάβη του παθόντος.
Η δράση του νοσηλευτή σε περιπτώσεις μαζικής καταστροφής και ποινική ευθύνη αυτού
Μαζική καταστροφή μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μία κατάσταση στην οποία μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα προκύπτει μεγάλος αριθμός θυμάτων σχετικά με τις τρέχουσες δυνατότητες του συστήματος τόσο της προνοσοκομειακής όσο και της νοσοκομειακής φροντίδας, αλλά και των άλλων υπηρεσιών παροχής βοήθειας και διάσωσης (αστυνομία, πυροσβεστική κ.λπ.). Οι αιτίες μιας μαζικής καταστροφής μπορεί να είναι πολλές. Έτσι αιτίες μιας μαζικής καταστροφής μπορεί να είναι φυσικά φαινόμενα ( σεισμοί, πλημμύρες), αλλά και ατυχήματα με μεγάλο αριθμό θυμάτων. Οποιαδήποτε όμως και αν είναι η αιτία μιας μαζικής καταστροφής η αντιμετώπισή της απαιτεί υψηλό βαθμό εκπαίδευσης, εμπειρία και απόλυτη συναίσθηση των κινδύνων. Για τον ιατρικό και νοσηλευτικό χώρο μαζική καταστροφή σημαίνει κατάσταση επείγουσας ανάγκης, η οποία δημιουργεί ανάγκες για ιατρική περίθαλψη. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι ήδη με την με αριθ. 96632/Β7 /2006 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων η Ιατρική των Καταστροφών έχει εισαχθεί ως μάθημα της Ιατρικής σε επίπεδο μεταπτυχιακό. Η ιατρική των καταστροφών έχει ως αντικείμενο την παροχή ιατρικών υπηρεσιών στα θύματα μιας καταστροφής. Είναι ο κλάδος της ιατρικής που λειτουργεί προσπαθώντας να εξισορροπήσει τη δυσαναλογία ανάμεσα στις επείγουσες ανάγκες και στους διαθέσιμους πόρους από πλευράς περίθαλψης. Η ως άνω δυσαναλογία μεταξύ αναγκών περίθαλψης και διαθεσίμων πόρων θέτει την ανάγκη καθορισμού προτεραιοτήτων. Η επιλογή και η κατάταξη των θυμάτων σε κατηγορίες με σκοπό την κατάλληλη αντιμετώπισή τους ανάλογα με την σοβαρότητα της κατάστασής τους αποτελεί μία ιατρική διαδικασία λήψης αποφάσεων με σοβαρά αποτελέσματα.
Από πλευράς δράσης του νοσηλευτή κατά την αντιμετώπιση περιστατικών μαζικής καταστροφής λεκτέα τα ακόλουθα:
Ο ρόλος του νοσηλευτή τόσο ως συντονιστή όσο και ως μέλους της ιατρικής ομάδας που περιθάλπει θύματα μαζικής καταστροφής είναι σημαντικός. Ο συντονιστής επιστρατεύει τους νοσηλευτές που θα επανδρώσουν τις ιατρικές ομάδες και θα περιθάλψουν τους ασθενείς. Αυτός καθορίζει ποίοι και πόσοι θα απασχοληθούν στα περιστατικά, είναι σε άμεση επαφή με τον συντονιστή ιατρό, τους ιατρούς των ιατρικών ομάδων και τους νοσηλευτές των ομάδων. Από την άλλη μεριά ο νοσηλευτής, ως μέλος της ομάδας, συνεργάζεται με τους ιατρούς της ιατρικής ομάδας, ενημερώνει αυτούς σχετικά με την εκτέλεση των εντολών τους, καθώς και σχετικά με την κατάσταση της υγείας των περιθαλπομένων ασθενών σε περίπτωση που αλλάξουν τα δεδομένα και απαιτηθεί επαναπροσδιορισμός προτεραιοτήτων.
Η ποινική ευθύνη του νοσηλευτή συντονιστή σε μια τέτοια περίπτωση έχει να κάνει με την μη ορθή κατανομή των νοσηλευτών ανάλογα με τον αριθμό των επειγόντων περιστατικών ή την μη λήψη υπόψη των δυνατοτήτων των νοσηλευτών και της ικανότητας αυτών να εργάζονται υπό αντίξοες συνθήκες. Είναι πάντως αυτονόητο ότι κάθε ομάδα θα πρέπει να έχει νοσηλευτή που είναι εξειδικευμένος σε περιστατικά επείγοντα (π.χ. νοσηλευτής χειρουργείου, νοσηλευτής αναισθησιολογίας). Η ποινική ευθύνη του νοσηλευτή μέλους της ομάδας έχει να κάνει με την μη ακριβή τήρηση των εντολών των ιατρών της ομάδας, την μη παρακολούθηση εκ του σύνεγγυς της κατάστασης της υγείας των περιθαλπομένων ασθενών κ.λπ., ώστε να είναι σε θέση εγκαίρως να ενημερώσει τους ιατρούς της ομάδας σε περίπτωση που αλλάξουν τα δεδομένα σε κάποιο περιστατικό κ.λπ.
Πάντως σε περιπτώσεις μαζικής καταστροφής είναι γεγονός ότι δεν μπορεί να προκύψει ποινική ευθύνη του νοσηλευτή για το ότι ο νοσηλευτής περιέθαλψε μερικούς ασθενείς και για άλλους δεν μερίμνησε το ίδιο. Έτσι αν από αντικειμενικά αίτια και παρόλο που ο νοσηλευτής κατέβαλε τις απαιτούμενες προσπάθειες για την κάλυψη των αναγκών των περιπτώσεων που του ανατέθηκαν, δεν ηδυνήθη να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όλα τα ανατεθέντα σ’ αυτόν περιστατικά και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της κατάστασης ή τον θάνατο ορισμένων ασθενών, δεν δύναται να τεθεί θέμα ποινικής ευθύνης αυτού για το ως άνω αποτέλεσμα. Στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτών, και αφού βέβαια έχει προηγηθεί η εκτίμηση της κατάστασης των περιστατικών από τους ιατρούς, είναι ανθρώπινα αδύνατον να μπορεί ο νοσηλευτής να ανταποκριθεί εξίσου σε όλους. Ποινικά στις περιπτώσεις αυτές, δηλαδή στις περιπτώσεις που ο νοσηλευτής δεν μπόρεσε να καλύψει τις ανάγκες σε όλα τα περιστατικά που του ανατέθηκαν και εκ του λόγου τούτου επήλθε βλαπτικό αποτέλεσμα στον ασθενή, το πρόβλημα λύνεται από τη διάταξη του άρθ. 33 Π.Κ. (αδυναμία αποφυγής του αδίκου), ήτοι η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ανωτέρω άρθρου.
Ε π ί λ ο γ ο ς
Η προσωπική σχέση ιατρού- ασθενούς στη σημερινή εποχή που οι υπηρεσίες υγείας προσφέρονται κυρίως από νοσοκομεία και ιδιωτικές κλινικές είναι γεγονός ότι έχει αμβλυνθεί. Το έλλειμμα όμως αυτό έρχεται να καλύψει η προσωπική σχέση ασθενούς- νοσηλευτή, ο οποίος με την επαφή με τον ασθενή και την αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργείται με τον τελευταίο, συμβάλλει στην ανθρώπινη, αλλά και ποιοτική παροχή φροντίδας υγείας. Στη σημερινή εποχή ιατρός- νοσηλευτής – ασθενής αποτελούν ένα τρίπτυχο, από την ομαλή συνεργασία των οποίων επιτυγχάνεται η κατά το δυνατόν καλλίτερη αντιμετώπιση της νόσου και η ανακούφιση του ασθενούς από τον σωματικό και ψυχικό πόνο που πολλές φορές συνεπάγεται η νόσος. Η ισότιμη θέση του νοσηλευτή στην ιατρική ομάδα και η αφοσίωσή του στο υπέρτατο έννομο αγαθό της ζωής και της υγείας δημιουργεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου, που εκτείνονται από την πρόληψη και την ενημέρωση του ασθενούς μέχρι και την αποθεραπεία. Στην παροχή της ως άνω ποιοτικής φροντίδας συμβάλλει η αναβάθμιση και η δημιουργία πολλών ειδικοτήτων νοσηλευτικής, που εξασφαλίζει εξειδίκευση και πληρέστερη γνώση του αντικειμένου. Αν για κάποιες άλλες εποχές η ύπαρξη διαφόρων ειδικοτήτων νοσηλευτικής ήταν κάτι το άγνωστο, σήμερα αποτελεί πραγματικότητα και είναι βέβαιο ότι οι ανάγκες του αύριο θα προσθέσουν και νέες ειδικότητες, οι οποίες θα ακολουθούν την εξέλιξη της ιατρικής και θα εξελίσσονται ανάλογα με τις αντίστοιχες ειδικότητες της ιατρικής και την εξέλιξη της τεχνολογίας.
Τέλος σημαντική είναι η συμβολή του νοσηλευτή σε περιπτώσεις μαζικής καταστροφής. Η υψηλή του κατάρτιση, το αίσθημα ευθύνης, η ικανότητα συνεργασίας σε ομάδα και δη με το ιατρικό προσωπικό, τους συναδέλφους του αλλά και το λοιπό προσωπικό, που δρα σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορούν να περιορίσουν σε σημαντικό βαθμό την απώλεια ανθρώπινων ζωών, αλλά και τις συνέπειες των κακώσεων.
1 Γεράσιμου Ρηγάτου Ιστορία της Νοσηλευτικής, Από την Φιλάνθρωπη Τέχνη στη Σύγχρονη Επιστήμη, Εκδόσεις ΒΗΤΑ, 2008, σελ. 22,23.
2 Γεράσιμου Ρηγάτου ό.π., σελ. 24 με εκεί παραπομπή σε Λανάρα Β. Τα εκατό χρόνια της Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», 1875-1975, Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήνα, 1978
6 Εκφεύγει του αντικειμένου του παρόντος η αντιμετώπιση του θέματος της ανάγκης ύπαρξης ενός κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας. Πάντως επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης αποτελούν το ότι αυτός: α) είναι ένα εργαλείο προώθησης του σχετικού επαγγέλματος μέσα στην κοινωνία, β) αποτελεί την επίσημη έκφραση των αξιών στις οποίες πιστεύουν τα μέλη της επαγγελματικής κοινότητας, αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας, γ) αποτελεί έναν τρόπο να προστατευθεί το σύνολο του πληθυσμού από την καταχρηστική άσκηση του επαγγέλματος και δ) αποτελεί εργαλείο ενοποίησης ή εναρμόνισης επαγγελματικών ειδικοτήτων και βελτίωσης της συνοχής μεταξύ των μελών της επαγγελματικής κοινότητας. Επιχείρημα επίσης για την ύπαρξη ενός κώδικα δεοντολογίας προβάλλεται και το ότι αυτός αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό μέσω του οποίου μια τάξη επαγγελματιών επιδιώκει και συντηρεί την προνομιακή κοινωνικοοικονομική της θέση( για το θέμα βλ. διεξοδικότερα Φιλομήλας Ομπέση Δίκαιο Νοσηλευτικής Ευθύνης, Β΄Έκδοση , Εκδόσεις ΒΗΤΑ, 2007, σελ. 190,191 και εκεί παραπομπές με αριθ. 334,335,336,337).